- διατιμώμαι
- διατιμώμαι, διατιμήθηκα, διατιμημένος βλ. πίν. 61
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
διατιμῶμαι — διατιμάω finish honouring pres subj mp 1st sg (attic epic ionic) διατιμάω finish honouring pres ind mp 1st sg διατιμάω finish honouring pres subj mp 1st sg (attic epic doric ionic) διατῑμῶμαι , διατιμάω finish honouring pres subj mp 1st sg… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διατιμώ — (AM διατιμῶ, άω) [τιμώ] ορίζω την τιμή ενός εμπορεύματος νεοελλ. 1. επιβάλλω διατίμηση 2. (μτχ. παρακμ. ως ουσ.) διατιμημένος, η, ο α) εκείνος τού οποίου έχει αποτιμηθεί η αξία β) (για εμπορεύματα) αυτός στον οποίο έχει επιβληθεί διατίμηση αρχ. 1 … Dictionary of Greek
πηγαίνω — ΝΜ και πα(γ)αίνω και πά(γ)ω και πάου Ν 1. μεταβαίνω, προχωρώ και φθάνω κάπου (α. «πηγαίνει εκεί πού ναι ψηλό κυπαρίσσι», Σολωμ. β. «διὰ νὰ μὲ ἐπάρωσι νὰ πάγω πρὸς ἐκείνην», Διγ. Ακρ.) 2. απομακρύνομαι, φεύγω (α. «ώρα να πηγαίνουμε, παρακάτσαμε» β … Dictionary of Greek